“Πως τα φέρνει έτσι η ζωή” είπε ο Φουρουγδίνος και επομένως αφού σημάδεψε, ακαριαία πυροβόλησε στην καρδιά τη Λουτριμινέλα.
Ντουζίνες τα πολύχρωμα πετούμενα ξεχύθηκαν από το άψυχο κορμί της στο συρματόπλεχτο ορίζοντα και καρφώθηκαν για πάντα στο παλλόμενο φόντο της μπλε- ερήμου με αυτούς τους διάσπαρτους κάκτους όλο ολόγυρα. Ένα φτηνό δάκρυ ντροπαλό κύλησε από το μάγουλο του Φουρουγδίνου στο γυμνό της στήθος σα ρυάκι οδηγημένο από την κορυφή του θηλυκού λόφου.
Εκεί, από τη θέση της πληγωμένης καρδιάς, γεννήθηκαν δώδεκα μικρές Φινιστρίνιες, του Διαόλου κάλτσες αυτές, χαριτωμένες, στρουμπουλές και γόνιμες. Η τρίτη από τη σειρά αποχαιρέτησε τις υπόλοιπες λέγοντας το ξόρκι του φευγιού. “Λικνίζομαι σε κάθε ανατολή, πατώ σε Χρόνε, μηδέ καραβοκύρης, μηδέ τρανός αφέντης κανενός ”
Έπειτα πήρε το νέο της όνομα “Παρισί-Λά” και στολίστηκε από την αρχή για την πρώτη συνάντηση με τον Φουρουγδίνο αφού ήξερε την αντίστροφη ρώτα προς την κόχη των δακρυσμένων του ματιών. Μόλις καλά καλά ίσιωσε με την παλάμη τις πτυχές του φορέματος όρμηξε σαν πρώτο αστέρι που διαστέλλεται όλο χαρά προς εκείνον. Τρίφτηκε στα πλευρά του γουργουρίζοντας παλιό κουβέντες που κυλούσαν στο κορμί της από τη δίψα του τοπίου.
Εκείνος ανταποκρίθηκε με όλες τις αισθήσεις και μπήκε ο ένας στον άλλον χωρίς να κρατάνε καμιά ελπίδα. Έκαναν ανάπαυση ώρα μετά ρουφώντας δροσερά κοκτέιλ, παιχνιδίζοντας με τις ηλιακές στήλες και ξεδιαλέγοντας θραύσματα ονείρων αφημένα από περασμένους ταξιδιώτες στη ψεύτικη όαση.
Σχεδόν δίπλα στους εραστές το πτώμα της Λουτριμινέλα άρχισε αργά να αποσυντίθεται στην άμμο με τα ίχνη να χορταίνουν μικροσκοπικές αποικίες της ερήμου. Η Παρισί-Λά κατάλαβε ότι δεν υπάρχει μονοπάτι επιστροφής και βάλθηκε να τον πείσει να αφήσει το περίστροφο να πέσει σε βαθύ πηγάδι χωρίς τέλος.
Ο άμοιρος Φουρουγδίνος ανήξερος για το τι πρόκειται σύντομα να συμβεί συμφώνησε μαζί της και κρατημένοι από το χέρι τράβηξαν για την επόμενη μέρα.